ὀργιαστικά

ὀργιαστικά
ὀργιαστικός
of
neut nom/voc/acc pl
ὀργιαστικά̱ , ὀργιαστικός
of
fem nom/voc/acc dual
ὀργιαστικά̱ , ὀργιαστικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρατηρίζω — κρατηρίζω, ιων. τ. κρητηρίζω (Α) [κρατήρ] 1. αναμιγνύω οίνο με νερό μέσα σε κρατήρα 2. εκτελώ καθήκοντα υπηρέτη σε θέματα σχετικά με τους κρατήρες στα οργιαστικά μυστήρια 3. παθ. κρατηρίζομαι πίνω κρασί χωρίς μέτρο από τον κρατήρα, πίνω κρατήρες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”